πρόκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρόκα | οι | πρόκες |
| γενική | της | πρόκας | των | προκών |
| αιτιατική | την | πρόκα | τις | πρόκες |
| κλητική | πρόκα | πρόκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόκα < βενετική broca
Σύνθετα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πρόκα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
πρόκα ιωνικός τύπος
- ευθύς, αμέσως
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.688, @scaife.perseus
- καὶ πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται;
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.688, @scaife.perseus
- πρόκα τε
- πρόκατε
Πηγές
- πρόκα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόκα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.