στάση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάση οι στάσεις
      γενική της στάσης* των στάσεων
    αιτιατική τη στάση τις στάσεις
     κλητική στάση στάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στά(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἵσταμαι
για τη «διακοπή» < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική stoppage[1]
Στεγασμένη στάση λεωφορείου.
Σκύλος σε καθιστή στάση.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsta.si/

Ουσιαστικό

στάση θηλυκό

  1. το σταμάτημα
    Περίμενε! Κάνε μια στάση!
  2. το μέρος όπου σταματά ένα μέσο μαζικής μεταφοράς
    Κατεβαίνω στην επόμενη στάση.
     συνώνυμα:σταθμός
  3. η προσωρινή διακοπή
    στάση πληρωμών
    στάση εργασίας
  4. το κάθε μέρος ενός φιλμ όπου αποτυπώνεται το φως των φωτογραφιών
    Έχω ένα παλιό φιλμ 24 στάσεων.
     συνώνυμα:καρέ
  5. ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κάποιος ένα ζήτημα, τρόπος αντιμετώπισης
    όλοι περιμένουν να δουν ποια στάση θα κρατήσουν τα πολιτικά κόμματα απέναντι σ' αυτό το ζήτημα
    δε μου αρέσει αυτή η παθητική στάση αναμονής
    • (ψυχολογία) ταυτόσημο του αγγλικού όρου ψυχολογίας: "attitude"
    • συμπεριφορικός τρόπος σκέψης, φερσίματος προς, συναισθήματος προς κάποιον ή κάτι
      • στάση, αντιμετώπιση, φέρσιμο, συμπεριφορά, διάθεση
  6. η εξέγερση απέναντι σε μια νόμιμη εξουσία, ανταρσία
    η στάση του Νίκα
  7. ο τρόπος με τον οποίο κάποιος κάθεται ή στέκεται ή γενικά κρατά το σώμα του
    πρόσεχε τη στάση σου όταν κάθεσαι τόσες ώρες, ειδάλλως θα καμπουριάσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.