μπηχτή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπηχτή < λείπει η ετυμολογία

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

μπηχτή θηλυκό

  1. (αργκό) ύπουλο χτύπημα
     συνώνυμα: μουλλωχτή
  2. (μεταφορικά) σκωπτικός ή με κακή πρόθεση υπαινιγμός

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μπηχτή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.