ταβανόπροκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταβανόπροκα | οι | ταβανόπροκες |
| γενική | της | ταβανόπροκας | των | ταβανοπροκών |
| αιτιατική | την | ταβανόπροκα | τις | ταβανόπροκες |
| κλητική | ταβανόπροκα | ταβανόπροκες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ταβανόπροκα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) μεγάλη και ανθεκτική πρόκα, κατάλληλη για τρύπημα πολύ σκληρών επιφανειών (όπως τα ταβάνια, που συνήθως είναι κατασκευασμένα από μπετόν)
- (μεταφορικά, για λόγια, κουβέντες), μεγεθυντικός χαρακτηρισμός για υπονοούμενο, καρφί, μπηχτή, που προκαλεί μεγάλη εντύπωση
- ≈ συνώνυμα: καρφάρα
Μεταφράσεις
ταβανόπροκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.