ξυλόκαρφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλόκαρφο τα ξυλόκαρφα
      γενική του ξυλόκαρφου των ξυλόκαρφων
    αιτιατική το ξυλόκαρφο τα ξυλόκαρφα
     κλητική ξυλόκαρφο ξυλόκαρφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλόκαρφο < ξυλό- καρφ(ί) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ksiˈlo.kaɾ.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυλόκαρφο

Ουσιαστικό

ξυλόκαρφο ουδέτερο

  1. ξύλινο καρφί
  2. σύνδεσμος των τμημάτων του ξύλινου σκελετού του πλοίου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.