ξυλόκαρφο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυλόκαρφο | τα | ξυλόκαρφα |
| γενική | του | ξυλόκαρφου | των | ξυλόκαρφων |
| αιτιατική | το | ξυλόκαρφο | τα | ξυλόκαρφα |
| κλητική | ξυλόκαρφο | ξυλόκαρφα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈlo.kaɾ.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λό‐καρ‐φο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.