spike

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

spike (en)

  1. στάχυ
  2. μακρύ καρφί
  3. (αθλητισμός) το καρφί στο βόλει
  4. (στον πληθυντικό) ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια για δρομέα
  5. μια οξεία κορυφή σε ένα γράφημα
  6. (νευρολογία) νευρική ώθηση

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • marlinspike
  • spike addition
  • spike fiddle

Ρήμα

spike (en)

  1. καρφώνω στο βόλεϊ
  2. προσθέτω αλκοόλ ή άλλη μεθυστική ουσία σε μη αλκοολούχο ποτό
  3. κόβω ένα άρθρο, αποφασίζω να μην το δημοσιεύσω

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • spike someone's guns
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.