καρφίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρφίτσα οι καρφίτσες
      γενική της καρφίτσας των καρφιτσών
    αιτιατική την καρφίτσα τις καρφίτσες
     κλητική καρφίτσα καρφίτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρφίτσα < καρφ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Καρφίτσα με μαύρο κεφάλι.
Γυναίκα με χρυσή καρφίτσα στο πέτο.

Ουσιαστικό

καρφίτσα θηλυκό

  1. λεπτό αντικείμενο με πλατύ κεφάλι που μοιάζει με μικρό καρφί και χρησιμοποιείται συνήθως στη ραφτική
  2. κόσμημα που έχει στο πίσω μέρος ακίδα ή μηχανισμό παρόμοιο με της παραμάνας για να στερεώνεται στο ρουχισμό
  3. (βιβλιοδεσία) είδος ραφής που γίνεται με μεταλλικό υλικό· (κατ’ επέκταση) το μηχάνημα με το οποίο γίνεται αυτή η ραφή, η καρφιτσωτική μηχανή

Εκφράσεις

  • δεν πέφτει καρφίτσα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.