καρφίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρφίτσα | οι | καρφίτσες |
| γενική | της | καρφίτσας | των | καρφιτσών |
| αιτιατική | την | καρφίτσα | τις | καρφίτσες |
| κλητική | καρφίτσα | καρφίτσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρφίτσα < καρφ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Καρφίτσα με μαύρο κεφάλι.
_issued_by_Duke_Sons_%2526_Co._to_promote_Honest_Long_Cut_Tobacco_MET_DP865450.jpg.webp)
Γυναίκα με χρυσή καρφίτσα στο πέτο.
Ουσιαστικό
καρφίτσα θηλυκό
- λεπτό αντικείμενο με πλατύ κεφάλι που μοιάζει με μικρό καρφί και χρησιμοποιείται συνήθως στη ραφτική
- κόσμημα που έχει στο πίσω μέρος ακίδα ή μηχανισμό παρόμοιο με της παραμάνας για να στερεώνεται στο ρουχισμό
- (βιβλιοδεσία) είδος ραφής που γίνεται με μεταλλικό υλικό· (κατ’ επέκταση) το μηχάνημα με το οποίο γίνεται αυτή η ραφή, η καρφιτσωτική μηχανή
Εκφράσεις
- δεν πέφτει καρφίτσα
Συνώνυμα
- (παρωχημένο) καρφίδα
Συγγενικά
- καρφιτσοθήκη
- καρφιτσούλα (υποκοριστικό)
- καρφίτσωμα
- καρφιτσώνομαι
- καρφιτσώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.