βόλεϊ
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
αγώνας βόλεϊ γυναικών
Ετυμολογία
- βόλεϊ < (άμεσο δάνειο) αγγλική volleyball < volley + ball (μπάλα) με αποβολή του δεύτερου συνθετικού[1] < volley < γαλλική volée (πτήση, ρίψη) < voler (πετάω) < λατινική volō (πετώ)[2] < πρωτοϊταλική *gʷelāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷelh₁-éh₂-ye-ti (ρίχνω, σηκώνω το χέρι) < *gʷelH- (ρίχνω) → δείτε τα ομόρριζα βάλλω, βολή, βέλος, βλήμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvo.lei̯/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βό‐λεϊ
Ουσιαστικό
βόλεϊ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
-
βόλεϊ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
βόλεϊ
Αναφορές
- βόλεϊ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.