κατευθείαν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατευθείαν < φράση ελληνιστική κοινή κατ' εὐθεῖαν (εννοείται: γραμμήν) "σε ευθεία γραμμή".
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.teˈfθi.an/
Επίρρημα
κατευθείαν
- για κίνηση που κατευθύνεται σε έναν προορισμό χωρίς να μεσολαβήσουν ενδιάμεσοι σταθμοί
- για ενέργεια που γίνεται χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος ενδιάμεσος παράγοντας, άνθρωπος ή άλλη ενέργεια
- χωρίς δισταγμό, χωρίς περιστροφές
- κατ' ευθείαν, κατ' εὐθεῖαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.