ήλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ήλος | οι | ήλοι |
| γενική | του | ήλου | των | ήλων |
| αιτιατική | τον | ήλο | τους | ήλους |
| κλητική | ήλε | ήλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ήλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἧλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐λος
Ουσιαστικό
ήλος αρσενικό
- (λόγιο) το καρφί
- στη φράση θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων
- (ιατρική) μεταλλικό «καρφί» για την επανένωση οστών
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
ήλος
|
→ δείτε τη λέξη καρφί |
Πηγές
- ήλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ήλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.