ήλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ήλος οι ήλοι
      γενική του ήλου των ήλων
    αιτιατική τον ήλο τους ήλους
     κλητική ήλε ήλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ήλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἧλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ήλος

Ουσιαστικό

ήλος αρσενικό

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.