φιλέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιλέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική filet[1]
.png.webp)
φιλέ σε γήπεδο τένις

γυναίκα που φοράει ένα φιλέ και συνομιλεί με κάποιον
Ουσιαστικό
φιλέ άκλιτο ουδέτερο
Συγγενικά
- φιλεδάκι
Μεταφράσεις
φιλέ (μαλλιών)
- φιλέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.