unguis

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

unguis (fr)


Λατινικά (la)

Ετυμολογία

unguis < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

unguis (la) αρσενικό

  1. (ανατομία) νύχι
     συνώνυμα: ὄνυξ
  2. (για ζώα) νύχι, οπλή
  3. ένα είδος οστρακοειδούς
  4. (μεταφορικά) άγκιστρο

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική unguis unguēs
γενική unguis unguium
δοτική unguī unguibus
αιτιατική unguem unguēs/unguīs
κλητική unguis unguēs
αφαιρετική ungue unguibus
(γ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.