καρδιωγμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρδιωγμός οἱ καρδιωγμοί
      γενική τοῦ καρδιωγμοῦ τῶν καρδιωγμῶν
      δοτική τῷ καρδιωγμ τοῖς καρδιωγμοῖς
    αιτιατική τὸν καρδιωγμόν τοὺς καρδιωγμούς
     κλητική ! καρδιωγμέ καρδιωγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρδιωγμώ
γεν-δοτ τοῖν  καρδιωγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδιωγμός < καρδιώσσω ή καρδιώττω (έχω στομαχόπονο)

Ουσιαστικό

καρδιωγμός, -οῦ αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.