κεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεντρικός | η | κεντρική | το | κεντρικό |
| γενική | του | κεντρικού | της | κεντρικής | του | κεντρικού |
| αιτιατική | τον | κεντρικό | την | κεντρική | το | κεντρικό |
| κλητική | κεντρικέ | κεντρική | κεντρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεντρικοί | οι | κεντρικές | τα | κεντρικά |
| γενική | των | κεντρικών | των | κεντρικών | των | κεντρικών |
| αιτιατική | τους | κεντρικούς | τις | κεντρικές | τα | κεντρικά |
| κλητική | κεντρικοί | κεντρικές | κεντρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεντρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεντρικός (σχετικός με σημεία του ορίζοντα ή το κέντρο), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική central [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
κεντρικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται στο κέντρο
- που είναι ο βασικότερος στον οποίο αναφέρονται τα επί μέρους τμήματα ενός συνόλου
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κέντρο
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -κεντρικός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.