σκληροκάρδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκληροκάρδιος | η | σκληροκάρδια | το | σκληροκάρδιο |
| γενική | του | σκληροκάρδιου | της | σκληροκάρδιας | του | σκληροκάρδιου |
| αιτιατική | τον | σκληροκάρδιο | τη | σκληροκάρδια | το | σκληροκάρδιο |
| κλητική | σκληροκάρδιε | σκληροκάρδια | σκληροκάρδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκληροκάρδιοι | οι | σκληροκάρδιες | τα | σκληροκάρδια |
| γενική | των | σκληροκάρδιων | των | σκληροκάρδιων | των | σκληροκάρδιων |
| αιτιατική | τους | σκληροκάρδιους | τις | σκληροκάρδιες | τα | σκληροκάρδια |
| κλητική | σκληροκάρδιοι | σκληροκάρδιες | σκληροκάρδια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκληροκάρδιος < ελληνιστική κοινή σκληροκάρδιος < αρχαία ελληνική σκληρός + καρδία
Επίθετο
σκληροκάρδιος
- (λόγιο) άλλη μορφή του σκληρόκαρδος
- ※ O σκληροκάρδιος Φουρνιέ έφερεν επί των ώμων αυτού μικρόν σκίουρον δεδεμένον υπό αργυράς αλύσου. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Oι απάνθρωποι φίλοι των ζώων)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σκληρόκαρδος, σκληρός και καρδιά
Μεταφράσεις
σκληροκάρδιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.