κραδίη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κραδίη < κέαρ - κῆρ
Ουσιαστικό
κραδίη θηλυκό (& καρδίη στον Όμηρο & καρδία)
- ιωνικός και ποιητικός επικός τύπος του καρδία
- «τέτλαθι δή, κραδίη· καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης»: Βάστα καρδιά μου! που κάποτ' άλλα πιο σκυλίσια εβάσταξες (Όμηρος. Ὀδύσσεια, υ-20, 18)
- Σκηνή: Εσωτερικός μονόλογος του Οδυσσέα. Μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, συγκρατεί τον εαυτό του αναβάλλοντας την τιμωρία των μνηστήρων. Δείτε τέτλαθι κραδίη.
- «τέτλαθι δή, κραδίη· καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης»: Βάστα καρδιά μου! που κάποτ' άλλα πιο σκυλίσια εβάσταξες (Όμηρος. Ὀδύσσεια, υ-20, 18)
Αναφορές
- κραδίη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.