θελξικάρδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θελξικάρδιος | η | θελξικάρδια | το | θελξικάρδιο |
| γενική | του | θελξικάρδιου | της | θελξικάρδιας | του | θελξικάρδιου |
| αιτιατική | τον | θελξικάρδιο | τη | θελξικάρδια | το | θελξικάρδιο |
| κλητική | θελξικάρδιε | θελξικάρδια | θελξικάρδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θελξικάρδιοι | οι | θελξικάρδιες | τα | θελξικάρδια |
| γενική | των | θελξικάρδιων | των | θελξικάρδιων | των | θελξικάρδιων |
| αιτιατική | τους | θελξικάρδιους | τις | θελξικάρδιες | τα | θελξικάρδια |
| κλητική | θελξικάρδιοι | θελξικάρδιες | θελξικάρδια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θελξικάρδιος < μεσαιωνική ελληνική θελξικάρδιος < θελξι- (< θέλγω) + -κάρδιος (< καρδία)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
θελξικάρδιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.