καλοκαρδία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλοκαρδί αἱ καλοκαρδίαι
      γενική τῆς καλοκαρδίᾱς τῶν καλοκαρδιῶν
      δοτική τῇ καλοκαρδί ταῖς καλοκαρδίαις
    αιτιατική τὴν καλοκαρδίᾱν τὰς καλοκαρδίᾱς
     κλητική ! καλοκαρδί καλοκαρδίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλοκαρδί
γεν-δοτ τοῖν  καλοκαρδίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοκαρδία < καλόκαρδος + -ία

Ουσιαστικό

καλοκαρδία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.