περικάρδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περικάρδιον τὰ περικάρδι
      γενική τοῦ περικαρδίου τῶν περικαρδίων
      δοτική τῷ περικαρδί τοῖς περικαρδίοις
    αιτιατική τὸ περικάρδιον τὰ περικάρδι
     κλητική ! περικάρδιον περικάρδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περικαρδίω
γεν-δοτ τοῖν  περικαρδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περικάρδιον ήδη στον 5ο αιώνα πκε στον Εμπεδοκλής (αἷμα γὰρ ἀνθρώποις περικάρδιόν ἐστι νόημα)[1] < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περικάρδιος

Ουσιαστικό

περικάρδιον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.