καλοκαρδιστής

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλοκαρδιστής < (καλοκαρδίζω) καλοκαρδισ- + -τής

Ουσιαστικό

καλοκαρδιστής αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.