καρδιοειδής

Νέα ελληνικά (el)

καρδιοειδής καμπύλη
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιοειδής η καρδιοειδής το καρδιοειδές
      γενική του καρδιοειδούς* της καρδιοειδούς του καρδιοειδούς
    αιτιατική τον καρδιοειδή την καρδιοειδή το καρδιοειδές
     κλητική καρδιοειδή(ς) καρδιοειδής καρδιοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιοειδείς οι καρδιοειδείς τα καρδιοειδή
      γενική των καρδιοειδών των καρδιοειδών των καρδιοειδών
    αιτιατική τους καρδιοειδείς τις καρδιοειδείς τα καρδιοειδή
     κλητική καρδιοειδείς καρδιοειδείς καρδιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρδιοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

καρδιοειδής

  1. που μοιάζει με καρδιά, καρδιόσχημος
  2. (μαθηματικά) είδος καμπύλης που περιγράφεται σε πολικές συντεταγμένες με τον τύπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.