καρδίη

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

καρδίη θηλυκό

  • (ιατρική) (ανατομία) επικός τύπος του καρδία
  • (ιατρική) (ανατομία) ιωνικός τύπος του καρδία
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 4, @scaife.perseus
    Περὶ δὲ οὗ ὁ λόγος, ἡ καρδίη μῦς ἐστι κάρτα ἰσχυρὸς, οὐ τῷ νεύρῳ, ἀλλὰ πιλήματι σαρκός. Καὶ δύο γαστέρας ἔχει διακεκριμένας ἐν ἑνὶ περιβόλῳ, τὴν μὲν ἔνθα, τὴν δὲ ἔνθα·
    ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης κάνει μία περιγραφή της καρδιάς.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.