γκαρδιακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
γκαρδιακά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γκαρδιακά / ἐγκαρδιακά. Μορφολογικά, γκαρδιακ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡaɾ.ðʝaˈka/ & /ɡaɾ.ði̯aˈka/ (συγκρίνετε με το καρδιακά)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκαρ‐δια‐κά
Μεταφράσεις
γκαρδιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γκαρδιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γκαρδιακός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Επίρρημα
γκαρδιακά
- άλλη μορφή του ἐγκαρδιακά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.