καρδιώσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- καρδιώσσω < → λείπει η ετυμολογία
- αττικός τύπος : καρδιώττω
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- καρδιώσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.