ἐντεροκάρδια

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐντεροκάρδια < ἐντερο- + καρδ(ία) + (πληθυντικός -ια)

Ουσιαστικό

ἐντεροκάρδια ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά

  • ἐγκαρδιοσυκωτοπλέμονα (ουδέτερο, πληθυντικός)
  • ἐντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονα (ουδέτερο, πληθυντικός)
  • ἐντεροσύκωτα (ουδέτερο, πληθυντικός)
  • κοιλάντερα (ουδέτερο, πληθυντικός)
  •  και δείτε τις λέξεις ἔντερο, καρδία και gkm

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.