ἐγκαρδιακός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἐγκαρδιακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐγκάρδ(ιος) + -ιακός < καρδία
Ουσιαστικό
ἐγκαρδιακός
- (για συγγενικό πρόσωπο) γνήσιος, πραγματικός
- ≈ συνώνυμα: ἐγκάρδιος
- (για φίλο) επιστήθιος, στενός
- ≈ συνώνυμα: ἐγκάρδιος
- (γενικότερα) ειλικρινής, βαθύς
Συγγενικά
- ἐγκαρδιακά, γκαρδιακά (επίρρημα)
Πηγές
- ἐγκαρδιακός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.