ἐγκαρδιακός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐγκαρδιακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐγκάρδ(ιος) + -ιακός < καρδία

Ουσιαστικό

ἐγκαρδιακός

  1. (για συγγενικό πρόσωπο) γνήσιος, πραγματικός
     συνώνυμα: ἐγκάρδιος
  2. (για φίλο) επιστήθιος, στενός
     συνώνυμα: ἐγκάρδιος
  3. (γενικότερα) ειλικρινής, βαθύς

Συγγενικά

Συγγενικά

  • ἐγκάρδιος
  • ἐγκαρδιοσυκωτοπλέμονα
  • ἐγκαρδίως
  • ὁλοεγκάρδιος

 και δείτε τη λέξη καρδία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.