καρέγλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρέγλα οι καρέγλες
      γενική της καρέγλας των καρεγλών
    αιτιατική την καρέγλα τις καρέγλες
     κλητική καρέγλα καρέγλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρέγλα < μεσαιωνική ελληνική καρέγλα < (παλαιά) βενετική charegla < υστερολατινική *caterca < λατινική cathedra < αρχαία ελληνική καθέδρα (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

καρέγλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.