καρεκλάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρεκλάδικο τα καρεκλάδικα
      γενική του καρεκλάδικου των καρεκλάδικων
    αιτιατική το καρεκλάδικο τα καρεκλάδικα
     κλητική καρεκλάδικο καρεκλάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρεκλάδικο < καρεκλ(άς) + -άδικο

Ουσιαστικό

καρεκλάδικο ουδέτερο

  1. το μαγαζί του καρεκλά
  2. (αργκό, μουσική) τραγούδι ή σύνθεση της μουσικής ντίσκο
     συνώνυμα: γκεράπικο / γκιράπικο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.