καρεκλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρεκλάς οι καρεκλάδες
      γενική του καρεκλά των καρεκλάδων
    αιτιατική τον καρεκλά τους καρεκλάδες
     κλητική καρεκλά καρεκλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καρεκλάς την ώρα της δουλειάς

Ετυμολογία

καρεκλάς < καρέκλ(α) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾeˈklas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρεκλάς

Ουσιαστικό

καρεκλάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει καρέκλες και άλλα καθίσματα
  2. (αργκό, μουσική) που του αρέσει η μουσική ντίσκο (οι «καρέκλες», τα καρεκλάδικα τραγούδια) (στο θηλυκό: καρεκλού)
     δείτε και τις λέξεις ροκάς και σκυλάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.