καρεκλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρεκλάκι τα καρεκλάκια
      γενική
    αιτιατική το καρεκλάκι τα καρεκλάκια
     κλητική καρεκλάκι καρεκλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρεκλάκι < καρέκλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

καρεκλάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καρέκλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.