καρεκλοκένταυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρεκλοκένταυρος οι καρεκλοκένταυροι
      γενική του καρεκλοκένταυρου των καρεκλοκένταυρων
    αιτιατική τον καρεκλοκένταυρο τους καρεκλοκένταυρους
     κλητική καρεκλοκένταυρε καρεκλοκένταυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρεκλοκένταυρος < καρέκλα + -ο- + κένταυρος

Ουσιαστικό

καρεκλοκένταυρος αρσενικό

  • (ειρωνικό, μειωτικό) αυτός που κατέχει κάποιο (ανώτερο) αξίωμα, αλλά τον ενδιαφέρει μόνο αυτό κι όχι να προσφέρει υπηρεσία. Γι’ αυτό και δύσκολα αποχωρίζεται το αξίωμα ή απομακρύνεται απ’ αυτό.

Συγγενικά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.