ντίσκο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντίσκο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική disco < discotheque < γαλλική discothèque < disque (< αρχαία ελληνική δίσκος) + -thèque (< αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι)
Ουσιαστικό
ντίσκο θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) χορευτική μουσική που ξεκίνησε από την αγγλική-αμερικανική μουσική σκηνή· ήταν παγκοσμίως δημοφιλής από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980
- (συνεκδοχικά ο χορός με την παραπάνω μουσική
- (συνεκδοχικά) κέντρο ψυχαγωγίας που λειτουργεί τη νύχτα και στο οποίο οι πελάτες ακούν ή και χορεύουν την παραπάνω μουσική
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δίσκος
-
ντίσκο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
