καμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμένος η καμένη το καμένο
      γενική του καμένου της καμένης του καμένου
    αιτιατική τον καμένο την καμένη το καμένο
     κλητική καμένε καμένη καμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμένοι οι καμένες τα καμένα
      γενική των καμένων των καμένων των καμένων
    αιτιατική τους καμένους τις καμένες τα καμένα
     κλητική καμένοι καμένες καμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καίω / καίγω

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμένος

Μετοχή

καμένος, -η, -ο

  1. (γενικότερα) που έχει καεί, από οποιαδήποτε αιτία (π.χ. φωτιά, έκρηξη, καυστική ουσία, παγετό κ.λπ.)
    άλλες μορφές: καημένος (λαϊκότροπο), καϋμένος (σπάνιο)
  2. (ειδικότερα) που έχει αλλοιωθεί, συνήθως από θερμοκρασία
  3. (κατ’ επέκταση) που είναι εθισμένος στα ναρκωτικά ή στο αλκοόλ· που δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά ή λέει περίεργα πράγματα (διότι έχει καεί το μυαλό του)
  4. (μεταφορικά) αυτός του οποίου η μυστική ή παράνομη δράση έχει αποκαλυφθεί

Εκφράσεις

Σύνθετα

όπως ενδεικτικά:

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.