μισοκαμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοκαμένος η μισοκαμένη το μισοκαμένο
      γενική του μισοκαμένου της μισοκαμένης του μισοκαμένου
    αιτιατική τον μισοκαμένο τη μισοκαμένη το μισοκαμένο
     κλητική μισοκαμένε μισοκαμένη μισοκαμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοκαμένοι οι μισοκαμένες τα μισοκαμένα
      γενική των μισοκαμένων των μισοκαμένων των μισοκαμένων
    αιτιατική τους μισοκαμένους τις μισοκαμένες τα μισοκαμένα
     κλητική μισοκαμένοι μισοκαμένες μισοκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μισοκαμένος < μισο- (<μισός) + καμένος

Μετοχή

μισοκαμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.