φωτιοκαμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωτιοκαμένος | η | φωτιοκαμένη | το | φωτιοκαμένο |
| γενική | του | φωτιοκαμένου | της | φωτιοκαμένης | του | φωτιοκαμένου |
| αιτιατική | τον | φωτιοκαμένο | τη | φωτιοκαμένη | το | φωτιοκαμένο |
| κλητική | φωτιοκαμένε | φωτιοκαμένη | φωτιοκαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωτιοκαμένοι | οι | φωτιοκαμένες | τα | φωτιοκαμένα |
| γενική | των | φωτιοκαμένων | των | φωτιοκαμένων | των | φωτιοκαμένων |
| αιτιατική | τους | φωτιοκαμένους | τις | φωτιοκαμένες | τα | φωτιοκαμένα |
| κλητική | φωτιοκαμένοι | φωτιοκαμένες | φωτιοκαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
φωτιοκαμένος, -η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- αυτός που έχει καεί από φωτιά
- αυτός που έχει υποστεί καταστροφή από πυρκαγιά
- (μεταφορικά) ο κεραυνοβολημένος
- (ιδιωματικό, Νάξος, Κυκλάδες) : υβριστικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φωτιοκαμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.