χαροκαμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαροκαμένος | η | χαροκαμένη | το | χαροκαμένο |
| γενική | του | χαροκαμένου | της | χαροκαμένης | του | χαροκαμένου |
| αιτιατική | τον | χαροκαμένο | τη | χαροκαμένη | το | χαροκαμένο |
| κλητική | χαροκαμένε | χαροκαμένη | χαροκαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαροκαμένοι | οι | χαροκαμένες | τα | χαροκαμένα |
| γενική | των | χαροκαμένων | των | χαροκαμένων | των | χαροκαμένων |
| αιτιατική | τους | χαροκαμένους | τις | χαροκαμένες | τα | χαροκαμένα |
| κλητική | χαροκαμένοι | χαροκαμένες | χαροκαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαροκαμένος < από τον παρακείμενο του ρήματος χαροκαίομαι ή χαροκαίγομαι
Μετοχή
χαροκαμένος & χαροκαημένος
- που χτυπήθηκε σκληρά, που έχει τρομερό πόνο και καημό, που τον έκαψε ο χάρος παίρνοντας κάποιο αγαπημένο του πλάσμα (συχνά πάνω από ένα ή και όταν είναι μόνον ένα, αλλά παιδί)
- Στη συφορά που σ’ εύρηκε, στον πόνο της ψυχής σου,πετούμενο του Παρνασσού, τ’ άλλα πουλιά μιμήσου·
- αγκαλά πέφτει και σ’ εμάς πικρό θανάτου βόλι, κιλαηδισμός ατέλειωτος είναι η ζωή μας όλη. ("Ο Χαροκαημένος του Γεράσ. Μαρκορά)
- Θέλουν να απελάσουν την χαροκαμένη Σερβίδα που έχασε την κόρη της από αναθυμιάσεις μαγκαλιού -το είχαν ανάψει να ζεσταθούν επειδή η ΔΕΗ τους είχε κόψει το ρεύμα (6-12-2013)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.