συνήθως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνήθως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήθως[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈni.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνήθως

Επίρρημα

συνήθως

  • τις περισσότερες φορές (όχι όμως πάντα) (για κάτι που συμβαίνει συχνά ή που συνηθίζεται)

Συνώνυμα

  • κατά κανόνα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.