καμένη γη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμένη γη <  δείτε τις λέξεις καμένος και γη

Έκφραση

καμένη γη

  1. χέρσα πυρόπληκτη περιοχή
  2. (πολιτική), (οικονομία) (μεταφορικά): υπερχρεωμένη οικονομία, μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα
    παραλάβαμε καμένη γη
     συνώνυμα:: άδεια ταμεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.