μυστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυστικός | η | μυστική | το | μυστικό |
| γενική | του | μυστικού | της | μυστικής | του | μυστικού |
| αιτιατική | τον | μυστικό | τη | μυστική | το | μυστικό |
| κλητική | μυστικέ | μυστική | μυστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυστικοί | οι | μυστικές | τα | μυστικά |
| γενική | των | μυστικών | των | μυστικών | των | μυστικών |
| αιτιατική | τους | μυστικούς | τις | μυστικές | τα | μυστικά |
| κλητική | μυστικοί | μυστικές | μυστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μυστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυστικός (σχετικός με τα μυστήρια) < μύστης
- η θρησκευτική σημασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυστικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐στι‐κός
Επίθετο
μυστικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Πηγές
- μυστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μυστικός | ἡ | μυστική | τὸ | μυστικόν |
| γενική | τοῦ | μυστικοῦ | τῆς | μυστικῆς | τοῦ | μυστικοῦ |
| δοτική | τῷ | μυστικῷ | τῇ | μυστικῇ | τῷ | μυστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | μυστικόν | τὴν | μυστικήν | τὸ | μυστικόν |
| κλητική ὦ! | μυστικέ | μυστική | μυστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μυστικοί | αἱ | μυστικαί | τὰ | μυστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | μυστικῶν | τῶν | μυστικῶν | τῶν | μυστικῶν |
| δοτική | τοῖς | μυστικοῖς | ταῖς | μυστικαῖς | τοῖς | μυστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | μυστικούς | τὰς | μυστικᾱ́ς | τὰ | μυστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | μυστικοί | μυστικαί | μυστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυστικώ | τὼ | μυστικᾱ́ | τὼ | μυστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | μυστικοῖν | τοῖν | μυστικαῖν | τοῖν | μυστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μυστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.