σπάνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπάνιος η σπάνια το σπάνιο
      γενική του σπάνιου της σπάνιας του σπάνιου
    αιτιατική τον σπάνιο τη σπάνια το σπάνιο
     κλητική σπάνιε σπάνια σπάνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπάνιοι οι σπάνιες τα σπάνια
      γενική των σπάνιων των σπάνιων των σπάνιων
    αιτιατική τους σπάνιους τις σπάνιες τα σπάνια
     κλητική σπάνιοι σπάνιες σπάνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπάνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπάνιος

Επίθετο

σπάνιος, -α, -ο, συγκριτικός: σπανιότερος, υπερθετικός:  σπανιότατος

  1. που συμβαίνει πολύ λίγες φορές
    σε μία από τις σπάνιες εκρήξεις του θυμού του τα έσπασε όλα
  2. που δε βρίσκεται εύκολα, που υπάρχει σε πολύ περιορισμένη ποσότητα
    αναζητούσε με μανία σπάνια γραμματόσημα
     συνώνυμα: δυσεύρετος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σπάνιος σπανί
& σπάνιος
τὸ σπάνιον
      γενική τοῦ σπανίου τῆς σπανίᾱς
& σπανίου
τοῦ σπανίου
      δοτική τῷ σπανί τῇ σπανί
& σπανί
τῷ σπανί
    αιτιατική τὸν σπάνιον τὴν σπανίᾱν
& σπάνιον
τὸ σπάνιον
     κλητική ! σπάνιε σπανί
& σπάνιε
σπάνιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σπάνιοι αἱ σπάνιαι
& σπάνιοι
τὰ σπάνι
      γενική τῶν σπανίων τῶν σπανίων
& σπανίων
τῶν σπανίων
      δοτική τοῖς σπανίοις ταῖς σπανίαις
& σπανίοις
τοῖς σπανίοις
    αιτιατική τοὺς σπανίους τὰς σπανίᾱς
& σπανίους
τὰ σπάνι
     κλητική ! σπάνιοι σπάνιαι
& σπάνιοι
σπάνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σπανίω τὼ σπανί
& σπανίω
τὼ σπανίω
      γεν-δοτ τοῖν σπανίοιν τοῖν σπανίαιν
& σπανίοιν
τοῖν σπανίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπάνιος, ήδη τον 5ο αιώνα στον Θουκυδίδη < σπάν(ις) + -ιος

Επίθετο

σπάνιος, -α, -ο (& -ος, -ος, -ον), συγκριτικός: σπανιώτερος, υπερθετικός:  σπανιώτατος

Παράγωγα

  • σπανίως (επίρρημα), σπανιώτερον, σπανιαίτερον

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σπάνις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.