αβανιοκαμένος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβανιοκαμένος | η | αβανιοκαμένη | το | αβανιοκαμένο |
| γενική | του | αβανιοκαμένου | της | αβανιοκαμένης | του | αβανιοκαμένου |
| αιτιατική | τον | αβανιοκαμένο | την | αβανιοκαμένη | το | αβανιοκαμένο |
| κλητική | αβανιοκαμένε | αβανιοκαμένη | αβανιοκαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβανιοκαμένοι | οι | αβανιοκαμένες | τα | αβανιοκαμένα |
| γενική | των | αβανιοκαμένων | των | αβανιοκαμένων | των | αβανιοκαμένων |
| αιτιατική | τους | αβανιοκαμένους | τις | αβανιοκαμένες | τα | αβανιοκαμένα |
| κλητική | αβανιοκαμένοι | αβανιοκαμένες | αβανιοκαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
αβανιοκαμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει υποστεί δεινά από αβανιά, ο κατασυκοφαντημένος
- ※ Τών δυστυχεστάτων αληθώς ανθρώπων ήτο ο αβανιοκαμένος και εκείνον τον οποίον έπαιρνεν η αβανιά, τον έπαιρνε κυριολεκτικώς ο διάβολος (Φαίδων Ι. Κουκουλές, Βυζαντινών βίων και πολιτισμός, τόμος 5, σελ. 29, 1948)
- (ιδιωματικό): υβριστικό στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο
Μεταφράσεις
αβανιοκαμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.