ελαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαστικός η ελαστική το ελαστικό
      γενική του ελαστικού της ελαστικής του ελαστικού
    αιτιατική τον ελαστικό την ελαστική το ελαστικό
     κλητική ελαστικέ ελαστική ελαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαστικοί οι ελαστικές τα ελαστικά
      γενική των ελαστικών των ελαστικών των ελαστικών
    αιτιατική τους ελαστικούς τις ελαστικές τα ελαστικά
     κλητική ελαστικοί ελαστικές ελαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελαστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική élastique[1] < νεολατινική elasticus < αρχαία ελληνική ἐλαστός / ἐλατός < ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.la.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελαστικός

Επίθετο

ελαστικός, -ή, -ό

  1. (για σώμα ή πράγμα) που μεταβάλλει (εύκολα) το σχήμα ή τον όγκο του μετά από προσπάθεια ή πίεση και κατόπιν μπορεί να τα ξαναποκτήσει
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε 
  3. (μεταφορικά) χαλαρός, ευμετάβλητος
  4. (μεταφορικά) μετριοπαθής, υποχωρητικός, ενδοτικός
     συνώνυμα: διαλλακτικός, επιεικής
  5. (οικονομία) που μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες

Αντώνυμα

Συγγενικά

 δείτε και τη λέξη ελαύνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.