διαλλακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλλακτικός η διαλλακτική το διαλλακτικό
      γενική του διαλλακτικού της διαλλακτικής του διαλλακτικού
    αιτιατική τον διαλλακτικό τη διαλλακτική το διαλλακτικό
     κλητική διαλλακτικέ διαλλακτική διαλλακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλλακτικοί οι διαλλακτικές τα διαλλακτικά
      γενική των διαλλακτικών των διαλλακτικών των διαλλακτικών
    αιτιατική τους διαλλακτικούς τις διαλλακτικές τα διαλλακτικά
     κλητική διαλλακτικοί διαλλακτικές διαλλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαλλακτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαλλακτικός < αρχαία ελληνική διαλλάσσω < (διά) + ἀλλάσσω / ἀλλάττω +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

διαλλακτικός, -ή, -ό

  • που είναι ανοιχτός σε συμβιβασμούς, που έχει διάθεση να συζητήσει, να κάνει παραχωρήσεις για την επίλυση διαφορών, αυτός που λαμβάνει υπόψη και την αντίθετη άποψη.
    Αν εμφανιζόσουν λίγο πιο διαλλακτικός, θα μπορούσε το αφεντικό να χαλάρωνε τη στάση του.

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαλλακτικός διαλλακτική τὸ διαλλακτικόν
      γενική τοῦ διαλλακτικοῦ τῆς διαλλακτικῆς τοῦ διαλλακτικοῦ
      δοτική τῷ διαλλακτικ τῇ διαλλακτικ τῷ διαλλακτικ
    αιτιατική τὸν διαλλακτικόν τὴν διαλλακτικήν τὸ διαλλακτικόν
     κλητική ! διαλλακτικέ διαλλακτική διαλλακτικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαλλακτικοί αἱ διαλλακτικαί τὰ διαλλακτικᾰ́
      γενική τῶν διαλλακτικῶν τῶν διαλλακτικῶν τῶν διαλλακτικῶν
      δοτική τοῖς διαλλακτικοῖς ταῖς διαλλακτικαῖς τοῖς διαλλακτικοῖς
    αιτιατική τοὺς διαλλακτικούς τὰς διαλλακτικᾱ́ς τὰ διαλλακτικᾰ́
     κλητική ! διαλλακτικοί διαλλακτικαί διαλλακτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαλλακτικώ τὼ διαλλακτικᾱ́ τὼ διαλλακτικώ
      γεν-δοτ τοῖν διαλλακτικοῖν τοῖν διαλλακτικαῖν τοῖν διαλλακτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαλλακτικός < αρχαία ελληνική διαλλάσσω + ... < διά δια- + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

διαλλακτικός, -ή, -όν

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.