ανελαστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανελαστικότητα οι ανελαστικότητες
      γενική της ανελαστικότητας των ανελαστικοτήτων
    αιτιατική την ανελαστικότητα τις ανελαστικότητες
     κλητική ανελαστικότητα ανελαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανελαστικότητα < ανελαστικ(ός) + -ότητα

Ουσιαστικό

ανελαστικότητα θηλυκό

  1. η έλλειψη ελαστικότητας σε κάτι με υλική υπόσταση
    ανελαστικότητα υφάσματος, σωλήνα, δομικών υλικών, σκελετού
  2. η έλλειψη ελαστικότητας σε συμπεριφορά, η άτεγκτη στάση, η εμμονή στο "γράμμα του νόμου", η αδιάλλακτη στάση, η επιμονή στην τήρηση κάποιων αυστηρών ορίων
  3. (οικονομία) η μη μεταβολή στην τιμή, στην παραγωγή, στην κατανάλωση, στη ζήτηση
    η ανελαστικότητα των τιμών
    η ανελαστικότητα στην κατανάλωση καπνού, δηλαδή το γεγονός ότι η αύξηση της τιμής του δεν μειώνει την κατανάλωση, δείχνει ότι…

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.