πίεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πίεση | οι | πιέσεις |
| γενική | της | πίεσης* | των | πιέσεων |
| αιτιατική | την | πίεση | τις | πιέσεις |
| κλητική | πίεση | πιέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πιέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πίεση < αρχαία ελληνική πίεσις < πιέζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pression)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.e.si/
Ουσιαστικό
πίεση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
- (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
- (ιατρική) η δύναμη με την οποία το αίμα πιέζει το τοίχωμα των φλεβών ή αρτηριών εντός των οποίων ρέει
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιέζω
Εκφράσεις
- μου ανεβάζει την πίεση → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.