ελαστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαστικότητα οι ελαστικότητες
      γενική της ελαστικότητας των ελαστικοτήτων
    αιτιατική την ελαστικότητα τις ελαστικότητες
     κλητική ελαστικότητα ελαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαστικότητα < ελαστικός + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /e.la.stiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

ελαστικότητα θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.