ελαύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελαύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)

Ρήμα

ελαύνω (συνήθως σε σύνθετα)

  1. (λόγιο) οδηγώ, κινώ
  2. (λόγιο) τρέχω

Συγγενικά

  • αλογολάτης
  • ανελαστικός
  • απελατίκι
  • ατμήλατος
  • απελαύνω / απέλαση
  • δυσήλατος
  • έλαση
  • → δείτε τη λέξη έλασμα
  • ελαστικό
  • ελαστικός
  • επελαύνω / επέλαση
  • ζευγολάτης
  • ιχνηλασία
  • κωπηλάτης / κωπηλασία
  • παρελαύνω / παρέλαση
  • ποδήλατο
  • προελαύνω / προέλαση
  • σφυρηλατώ / σφυρήλατος
  • τροχήλατος
  • ψυχρήλατος

Μεταφράσεις

    ελαύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.