ανελαστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανελαστικά < ανελαστικός +

Επίρρημα

ανελαστικά

  • κατά τρόπο ανελαστικό
    1. (φυσική) για μη ελαστική κρούση
      δύο σφαίρες συγκρούονται ανελαστικά και εκλύεται θερμότητα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανελαστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.