ανελαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ανελαστικά < ανελαστικός + -ά
Επίρρημα
ανελαστικά
- κατά τρόπο ανελαστικό
- (φυσική) για μη ελαστική κρούση
- δύο σφαίρες συγκρούονται ανελαστικά και εκλύεται θερμότητα
- (φυσική) για μη ελαστική κρούση
Μεταφράσεις
ανελαστικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.