δύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.o/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐ο
- ομόηχο: δύο
Ρήμα
δύω, αόρ.: έδυσα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δύω | έδυα | θα δύω | να δύω | δύοντας | |
| β' ενικ. | δύεις | έδυες | θα δύεις | να δύεις | δύε | |
| γ' ενικ. | δύει | έδυε | θα δύει | να δύει | ||
| α' πληθ. | δύουμε | δύαμε | θα δύουμε | να δύουμε | ||
| β' πληθ. | δύετε | δύατε | θα δύετε | να δύετε | δύετε | |
| γ' πληθ. | δύουν(ε) | έδυαν δύαν(ε) |
θα δύουν(ε) | να δύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έδυσα | θα δύσω | να δύσω | δύσει | ||
| β' ενικ. | έδυσες | θα δύσεις | να δύσεις | δύσε | ||
| γ' ενικ. | έδυσε | θα δύσει | να δύσει | |||
| α' πληθ. | δύσαμε | θα δύσουμε | να δύσουμε | |||
| β' πληθ. | δύσατε | θα δύσετε | να δύσετε | δύστε | ||
| γ' πληθ. | έδυσαν δύσαν(ε) |
θα δύσουν(ε) | να δύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δύσει | είχα δύσει | θα έχω δύσει | να έχω δύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δύσει | είχες δύσει | θα έχεις δύσει | να έχεις δύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δύσει | είχε δύσει | θα έχει δύσει | να έχει δύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δύσει | είχαμε δύσει | θα έχουμε δύσει | να έχουμε δύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δύσει | είχατε δύσει | θα έχετε δύσει | να έχετε δύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δύσει | είχαν δύσει | θα έχουν δύσει | να έχουν δύσει |
| |
Μεταφράσεις
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | δύω | δύομαι |
| Παρατατικός | ἔδυον | ἐδυόμην |
| Μέλλοντας | δύσω | δύσομαι & δυθήσομαι |
| Αόριστος | ἔδυσα | ἐδυσάμην & ἐδύθην |
| Παρακείμενος | δέδυκα | -δέδυμαι (σε σύνθετα) |
| Υπερσυντέλικος | ἐδεδύκειν | -εδεδύμην (σε σύνθετα) |
| Συντελ.Μέλλ. | δεδυκώς ἔσομαι | - |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dew
Ρήμα
δύω
- φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι
- (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι, εισδύω, χώνομαι, βυθίζομαι
- (για ρούχα, οπλισμό) ντύνομαι, περιβάλλομαι, φορώ
- (για πάθη, παθήματα κ.λπ.) επέρχομαι
- απομονώνομαι
- δύνω
Παράγωγα
Δείτε παράγωγα και σύνθετα:
- Λέξεις με -δύω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts, Λέξεις με -δύομαι @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις με -δυσις @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις με -δυτ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κλίση
δύω - ενεργητικοί τύποι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
δύομαι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Αναφορές
- δύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.