φθάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φθάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθάνω Συγκρίνετε με το φτάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | φθάνω | |
| Παρατατικός | ἔφθανον | |
| Μέλλοντας | φθάσω | φθήσομαι |
| Αόριστος | ἔφθασα | ἔφθην |
| Παρακείμενος | ἔφθακα | |
| Υπερσυντέλικος | ἐφθάκειν | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- φθάνω < θέμα φθη- και φθα- + πρόσφυμα -ν- + ϝω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
φθάνω
- προφταίνω, προλαμβάνω
- ↪ φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχημένον (σε πρόλαβε ο θάνατος)
- ↪ τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή (τα λάφυρα όποιου φτάσει πρώτος)
- ↪ οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν
- σα να μην έφτανε η ατυχία μου, μόλις μου συνέβη η ατυχία, αμέσως επιχείρησαν
- κάνε γρήγορα
- ↪ λέγε φθάσας (λέγε γρήγορα, τελείωνε!)
Πηγές
- φθάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.